μυθιστοριογραφία

μυθιστοριογραφία
η [μυθιστοριογράφος]
1. η τέχνη τής συγγραφής μυθιστοριών, μυθιστορημάτων
2. το σύνολο τής μυθιστοριογραφικής παραγωγής ενός ατόμου ή ενός τόπου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μυθιστοριογραφία — η 1. η συγγραφή μυθιστορημάτων. 2. η τέχνη του μυθιστοριογράφου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • μυθιστοριογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυθιστοριογραφία ή στον μυθιστοριογράφο. επίρρ... μυθιστοριογραφικώς και ά με μυθιστοριογραφικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Ασώπιο] …   Dictionary of Greek

  • ρομαντικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κίνηση ή στην τεχνοτροπία τού ρομαντισμού (α. «ρομαντικός ποιητής» β. «ρομαντική σχολή» γ. «ρομαντικοί ήρωες» δ. «ρομαντική μυθιστοριογραφία») 2. μτφ. (για πρόσ.) α) συναισθηματικός, νοσταλγός… …   Dictionary of Greek

  • εξωτισμός — Τάση επιλογής, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, θεμάτων και μοτίβων, γεγονότων και μορφών, συνηθειών και τοπίων άλλων χωρών, εξαιρετικά πλούσιων σε γραφικότητα και τοπικό χρώμα, έτσι που, με τη συνδρομή του στοιχείου του ερωτισμού ή… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Κυριακός, Χρήστος — (Αθήνα 1944 –). Σεναριογράφος και λογοτέχνης. Από τους πιο ικανούς σεναριογράφους του εγχώριου κινηματογράφου, κυρίως των δεκαετιών 1960 και 1970, διακρίθηκε επίσης στη δημοσιογραφία και στη μυθιστοριογραφία. Έργα του είναι: Το σπίτι με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μαριβό, Πιερ Καρλέ ντε Σαμπλέν ντε- — (Pierre Carlet de Chamblain de Marivaux, Παρίσι 1688 – 1763). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από αστική οικογένεια και μεγάλωσε στην επαρχία. Σπούδασε στο Παρίσι, ενώ παράλληλα σύχναζε στους φιλολογικούς κύκλους της πόλης, οπότε συνδέθηκε με το… …   Dictionary of Greek

  • Φοντάνε, Θεόδωρος — (Fontane, Νόιερουπιν 1819 – Βερολίνο 1898). Γερμανός συγγραφέας. Έως το 1849 εξασκούσε το επάγγελμα του φαρμακοποιού, αλλά στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Ήταν πολεμικός ανταποκριτής στον πόλεμο του 1870 71 και έως το 1889 κριτικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”